- χάπι
- το пилюля;
χάπια τρύ βήχα — пилюли от кашля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάπια τρύ βήχα — пилюли от кашля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάπι — το, Ν 1. καταπότιο 2. (ειδικά) κοινή ονομασία για τα γυναικεία αντισυλληπτικά 3. μτφ. χάχας, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hap] … Dictionary of Greek
χάπι — το (λ. τουρκ. από την αραβ.), καταπότι: Παίρνει χάπια για την πίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίνι χάπι — Τύπος αντισυλληπτικού χαπιού, του οποίου το μόνο ενεργητικό συστατικό είναι μια ουσία με προγεστερινοειδή δράση … Dictionary of Greek
Βούλγαρης, Παντελής — (Αθήνα 1940 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης στη Φίνος Φιλμ σε περισσότερες από 30 ταινίες. Εξαιρετικές υπήρξαν οι δύο πρώτες, μικρού μήκους ταινίες του, Κλέφτης… … Dictionary of Greek
γογγυλίδιον — γογγυλίδιον, το (Α) [γογγύλος] χάπι … Dictionary of Greek
δισκίο — το [δίσκος] 1. μικρός δίσκος 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε μορφή μικρού δίσκου, χάπι … Dictionary of Greek
κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] … Dictionary of Greek
καταπότι — το (AM καταπότιον) [καταπότης] φάρμακο από ζυμωμένες στερεές ουσίες σε σχήμα σφαιριδίου που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κατάποση, χάπι … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
κουφέτο — το (Μ κουφέτο και κουφέττο) 1. μικρό και σκληρό ζαχαρωτό που περιέχει αμύγδαλο ή φουντούκι και προσφέρεται συνήθως σε γάμους και βαφτίσια 2. χάπι και γενικά κάθε ζαχαρόπηκτο που περιέχει φάρμακο ή άλλη ουσία δυσάρεστη στη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κυκλίσκος — κυκλίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κύκλος 2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος 3. στρογγυλό στίγμα 4. μικρή στρογγυλή πίτα 5. χάπι 6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος 7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek